- ἐπίρρηξις
- ἐπίρρηξις, εως, ἡ,A fissure,
χειλῶν Dsc.2.76
; tearing,τῆς ἐπιφανείας Paul.Aeg.6.89
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειλῶν Dsc.2.76
; tearing,τῆς ἐπιφανείας Paul.Aeg.6.89
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επίρρηξις — ἐπίρρηξις, ἡ (Α) [επιρρήγνυμι] 1. σχίσιμο 2. σχισμή … Dictionary of Greek
ἐπιρρήξεις — ἐπίρρηξις fissure fem nom/voc pl (attic epic) ἐπίρρηξις fissure fem nom/acc pl (attic) ἐπιρρήγνυμι rend aor subj act 2nd sg (epic ionic) ἐπιρρήγνυμι rend fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίρρηξιν — ἐπίρρηξις fissure fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)